τρέφομαι

τρέφομαι
τρέφομαι, τράφηκα και θράφηκα, θρεμμένος βλ. πίν. 220

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρέφομαι — τρέφω thicken pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… …   Dictionary of Greek

  • άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αρτοσιτώ — ἀρτοσιτῶ ( έω) (Α) 1. τρώγω σταρένιο ψωμί 2. τρέφομαι μόνο με άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + σιτώ < σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ* «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία …   Dictionary of Greek

  • επιβόσκομαι — ἐπιβόσκομαι, (Α) 1. τρέφομαι με κάτι 2. τρέφομαι ανάμεσα σε άλλους 3. κατατρώγω, καταστρέφω 4. βρίσκω από κάπου την τροφή μου 5. επισκέπτομαι …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • φατνίζω — ΜΑ [φάτνη] μσν. μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.) αρχ. (συν. το παθ.) φατνίζομαι τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο …   Dictionary of Greek

  • питѣтисѧ — ПИТѢ|ТИСѦ (6*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Питаться: нѣсть бо тако чл҃вкѹ… безъ огн˫а питѣтисѧ. СбТр XII/XIII, 28 об.; || перен.: и ѿ толика зла избави мѧ г(с)ь. и пищю неиздаѥму имамъ. ѹпованьѥ сп҃снь˫а моѥго. питѣю(сѧ) и покрываюсѧ гл(с)мь б҃иимь.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έσθω — ἔσθω (ποιητ. τ. τού ἐσθίω) (Α) 1. τρώγω 2. (για ζώα) καταβροχθίζω ή τρέφομαι από κάπου 3. καταναλώνω οικονομικά, καταξοδεύω 4. (στην ΠΔ για το αίμα) αντί τού ρ. πίνω («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσθίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”